- ἀκατακρίτως
- ἀκατάκριτοςuncondemnedadverbialἀκατάκριτοςuncondemnedmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακατάκριτος — η, ο (Α ἀκατάκριτος, ον) [κατακρίνω] 1. αυτός που δεν έχει καταδικαστεί 2. που δεν κατηγορήθηκε ή δεν μπορεί να κατακριθεί για τίποτέ 3. επίρρ. ἀκατακρίτως χωρίς κατάκριση, ελεύθερα, άφοβα «ἀκατακρίτως τολμᾱν ἐπικαλεῑσθαί σε» (Ιω. Χρυσόστομος) … Dictionary of Greek
неосоужено — (1*) нар. к неосѹженыи во 2 знач.: преобьщитисѧ неосѹжено ст҃ыхъ таинъ. (ἀκατακρίτως) ПНЧ XIV, 194г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
неосоуженыи — (3*) пр. 1.Не вызывающий осуждения: прп(д)бно живемъ. ч(с)тѣ ходимъ неповинни и неосужени. нескверни и непогани не токмо тѣломъ но и д҃шею (ἀκατακρίτως) ФСт XIV, 170а; премолите || чл҃вколюбца б҃а неосужену ми (с) схранити. (ἀκατοκριτον) Там же,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
παρρησία — η, ΝΜΑ 1. η ελεύθερη έκφραση γνώμης, το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια («τἀληθῆ μετὰ παρρησίας ἐρῶ πρὸς ὑμᾱς», Δημοσθ.) 2. η ελευθερία τής προσέγγισης, το θάρρος τού χριστιανού να προσεγγίσει τον Θεό, να κοινωνήσει ή… … Dictionary of Greek
ԱՆԴԱՏԱՊԱՐՏԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0131 Chronological Sequence: 8c մ. ἁκατακρίτως sine damnatione *Բազում ինչ առ ʼի միջնոյն կարգ անդատապարտաբար ներգործեցելոց. Դիոն. եկեղ. ՟Է … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)